Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡ τοῠ συγγραφέως πρ

См. также в других словарях:

  • μυκτήρας — ο (ΑΜ μυκτήρ, ῆρος) καθεμιά από τις δύο ελλειψοειδείς οπές τής κάτω βασικής επιφάνειας της μύτης, ρουθούνι («τὴν ἀναπνοήν περιωθεῑ κατά τήν τοῡ στόματος καὶ τήν τῶν μυκτήρων δίοδον», Πλάτ.) μσν. ράμφος αρχ. 1. συνεκδ. η ρίνα, η μύτη 2. η άκρη τού …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Έλιοτ, Τζορτζ — (George Elliot, Άρμπερι Φαρμ, Γουορικσάιρ 1819 – Τσέλσι, Λονδίνο 1880). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Αγγλίδας συγγραφέως Μέρι Αν Έβανς (Mary Ann Evans). Πέρασε τα παιδικά και τα πρώτα νεανικά της χρόνια στο Γουορικσάιρ –όπου διαδραματίζονται πολλά… …   Dictionary of Greek

  • Μπερνάρ, Σάρα — (Sarra Bernhardt, Παρίσι 1844 – 1923). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της εβραϊκής καταγωγής Γαλλίδας ηθοποιού, συγγραφέως και θεατρικής δραματουργού Ανριέτ Ροζέν Μπερνάρ (Henriette Rosine Bernard). Κόρη Εβραίων, οι οποίοι έγιναν μετά καθολικοί, εκδήλωσε …   Dictionary of Greek

  • Λέσινγκ, Ντόρις Μέι — (Doris May Lessing, Κερμανσάχ, Ιράν 1919 –). Βρετανίδα συγγραφέας. Ο πατέρας της, ο οποίος ήταν ανάπηρος, βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, υπηρετούσε ως υπάλληλος της Αυτοκρατορικής Τράπεζας της Περσίας και η μητέρα της ήταν νοσοκόμα. Το 1925 …   Dictionary of Greek

  • Καρέλλη, Ζωή — (Θεσσαλονίκη 1901 – 1998). Φιλολογικό ψευδώνυμο της ποιήτριας, θεατρικής συγγραφέως, δοκιμιογράφου και ακαδημαϊκού Χρυσούλας Αργυριάδου. Σπούδασε ξένες γλώσσες και φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Γλέζος, Πέτρος — (Απείρανθος Νάξου 1902 – 1996). Νομικός και λογοτέχνης. Υπήρξε σύζυγος της συγγραφέως Διαλεχτής Ζευγώλη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δημόσιος υπάλληλος στα υπουργεία Εθνικής Οικονομίας (1924 26) και… …   Dictionary of Greek

  • Μέντες, Σαμ — (Sam Mendes, Ρέντινγκ 1965 –). Βρετανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γιος ενός λέκτορα πανεπιστημίου και μιας συγγραφέως παιδικών βιβλίων, σπούδασε στο Κέιμπριτζ και ασχολήθηκε με την σκηνοθεσία θεατρικών έργων …   Dictionary of Greek

  • Αξιώτης, Παναγιώτης — (1840 – 1918).Πεζογράφος, δραματουργός και μεταφραστής. Έπειτα από τις γυμνασιακές σπουδές του, εγκαταστάθηκε στη Ρωσία και έγινε έμπορος σιτηρών. Συνδέθηκε εκεί με Ρώσους διανοούμενους και συγγραφείς και μετέφρασε πολλά έργα τους στα ελληνικά.… …   Dictionary of Greek

  • Γούλστονκραφτ, Μέρι — (Mary Wollstonecraft, 1759 – 1797). Αγγλίδα συγγραφέας και φεμινίστρια. Η Γ. υπήρξε πνεύμα τολμηρό και πρωτοπόρο στον τομέα της ισότητας των φύλων και υπερασπίστηκε φανατικά τα δικαιώματα των γυναικών στην εργασία και στην εκπαίδευση. Μετά τη… …   Dictionary of Greek

  • Πάρκερ, Ντόροθι — (Parker, Dorothy, 1893 – 1967). Ψευδώνυμο της Aμερικανίδας συγγραφέως Ρότσιλντ. Έγραψε ποιήματα και νουβέλες που απεικονίζουν με σατιρικό τρόπο τη ζωή των αστών και χαρακτηρίζονται από περιφρόνηση για την υποκρισία, τον εγωισμό και την ιδιοτέλεια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»